συντροφιά

συντροφιά
compagnie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συντροφία — συντροφίᾱ , συντροφία common nurture fem nom/voc/acc dual συντροφίᾱ , συντροφία common nurture fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντροφιά — η / συντροφιά, ΝΜΑ [σύντροφος] σχέση, συναναστροφή (α. «μού λείπει η συντροφιά της» β. «ἡ πρὸς ἡμᾱς συντροφία», Στράβ.) νεοελλ. 1. όμιλος φίλων, φιλική ομήγυρη, παρέα («και δε θα μέ μακρύνετε από τη συντροφιά σας», Ερωτόκρ.) 2. συνεταιρισμός,… …   Dictionary of Greek

  • συντροφιά — η 1. τονα είναι κάποιος ή να πηγαίνει μαζί με άλλον: Μου κρατάει συντροφιά. 2. μαζί: Πήγε εκδρομή συντροφιά με τις φίλες της. 3. σύνολο φίλων, παρέα: Με δέχτηκαν στη συντροφιά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συντροφίᾳ — συντροφίαι , συντροφία common nurture fem nom/voc pl συντροφίᾱͅ , συντροφία common nurture fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντροφίας — συντροφίᾱς , συντροφία common nurture fem acc pl συντροφίᾱς , συντροφία common nurture fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντροφίαι — συντροφία common nurture fem nom/voc pl συντροφίᾱͅ , συντροφία common nurture fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντροφίαν — συντροφίᾱν , συντροφία common nurture fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντροφίαις — συντροφία common nurture fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντροφίης — συντροφία common nurture fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”